- καλοντύνω
- 1. ντύνω κάποιον ωραία, κομψά2. ντύνω κάποιον με καλά ρούχα3. (η μτχ. παθ. παρκμ.) καλοντυμένος, -η, -ο1. ντυμένος ωραία, κομψά2. ντυμένος με επίσημη ενδυμασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοντύνω — καλόντυσα, καλοντύθηκα, καλοντυμένος, ντύνω κάποιον καλά: Είναι πάντα καλοντυμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοντυμένος — η, ο βλ. καλοντύνω … Dictionary of Greek